- ξάγρυπνος
- η , ο бодрствующий, проведший ночь без сна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάγρυπνος — η, ο 1. άγρυπνος, άυπνος 2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ] … Dictionary of Greek
γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνα, η (Α) το να κρατιέται κανείς ξάγρυπνος από φλόγωση στο γόνατο … Dictionary of Greek
καταπαννυχίζω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να περάσει όλη τη νύχτα άγρυπνος 2. μέσ. καταπαννυχίζομαι περνώ τη νύχτα ξάγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παννυχίζω «γιορτάζω άγρυπνος όλη τη νύχτα»] … Dictionary of Greek
μπουμπουνητό — το η βροντή: Έμεινα ξάγρυπνος από τα μπουμπουνητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)